ξαραχνιάζω

ξαραχνιάζω
μετ. снимать паутину, очищать от паутины

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξαραχνιάζω" в других словарях:

  • ξαραχνιάζω — ξαραχνιάζω, ξαράχνιασα, ξαραχνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαραχνιάζω — και ξεραχνιάζω αφαιρώ τους ιστούς τής αράχνης, βγάζω τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αραχνιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξαραχνιάζω — ξαράχνιασα, ξαραχνιάστηκα, ξαραχνιασμένος, καθαρίζω τόπο από τους ιστούς που δημιούργησαν οι αράχνες, αλλ. ξεραχνιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξαράχνιασμα — το [ξαραχνιάζω] καθαρισμός από τις αράχνες …   Dictionary of Greek

  • ξεραχνιάζω — βλ. ξαραχνιάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»